ανακοινώσιμος

ανακοινώσιμος
-η, -ο
αυτός που μπορεί ή αξίζει να ανακοινωθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανακοίνωση(-ις). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα «Εφημερίς»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ανακοινώσιμος — η, ο αυτός που επιτρέπεται να ανακοινωθεί: Του υποδείχτηκε ότι η είδηση δεν ήταν ανακοινώσιμη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανακοίνωση — Κοινοποίηση, γνωστοποίηση, αναγγελία, επίσημη μετάδοση πληροφορίας. Στη ρητορική, α. αποκαλείται ένα σχήμα με το οποίο ο ρήτορας προσποιείται ότι ζητάει τη συμβουλή των ακροατών του, του αντιδίκου ή των δικαστών (στο δικαστήριο). Αυτό γίνεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”